- αυτοσυγκράτηση
- ητο να συγκρατεί κανείς τον εαυτό του, να αποφεύγει παράλογες ή επικίνδυνες ενέργειες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
εύστεκτος — εὔστεκτος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να στεγαστεί εύκολα 2. εκείνος που συγκρατείται εύκολα, που δείχνει αυτοσυγκράτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στέγω] … Dictionary of Greek
μετριοπάθεια — η (Α μετριοπάθεια, Α διαφ. τ. μετριοπαθία) [μετριοπαθής] 1. η ιδιότητα τού μετριοπαθούς, περιορισμός τού πάθους, εγκράτεια, αυτοσυγκράτηση, μετριοφροσύνη («οὐδὲ ὅσον ἦν φρόνημα τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», Πλούτ.) 2. έλλειψη… … Dictionary of Greek
παρατεταγμένως — Α 1. όπως σε παράταξη μάχης, με σταθερότητα («παρατεταγμένως ἀμύνεσθαι», Πλάτ.) 2. με συγκρατημένο τρόπο, με αυτοσυγκράτηση, με αυτοκυριαρχία 3. (γεωμ.) σε ευθεία γραμμή, παράλληλα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρατεταγμένος τού… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
συνοχή — Ελκτική δύναμη που παρεμποδίζει το διαχωρισμό μιας ουσίας ή ενός μείγματος σε περισσότερα μέρη. Η δύναμη αυτή, ανύπαρκτη στα αέρια, ασήμαντη, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, στα περισσότερα υγρά, συναντιέται ως φυσική ιδιότητα μόνο στα στερεά και… … Dictionary of Greek
υποστολή — η / ὑποστολή, ΝΜΑ [ὑποστέλλω] νεοελλ. 1. καταβιβασμός, κατέβασμα, μάζεμα (α. «υποστολή τής σημαίας» β. «υποστολή τών ιστίων») 2. περιορισμός, ελάττωση, μείωση («υποστολή αξιώσεων») αρχ. 1. ελάττωση δίαιτας, μείωση τροφής, νηστεία 2. προσποίηση,… … Dictionary of Greek
Ικέτιδες — I Τραγωδία (420 π.Χ.) του Ευριπίδη. Ερμηνεύτηκε από τους σύγχρονους ερευνητές της εποχής μας τόσο ως ύμνος στην αθηναϊκή ανθρωπιά όσο και ως μαρτυρία μιας νέας, ορθολογιστικής θέσπισης κανόνων, που άλλοτε βασίζονταν αποκλειστικά στη θρησκευτική… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινίδης, Γιάννης — (Σμύρνη 1903 – Αθήνα 1984). Μουσικοσυνθέτης. Καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια Ελλήνων της Σμύρνης, όπου έλαβε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας από τον Δημοσθένη Μιλαράκη, επιφανή μουσικό παράγοντα της πόλης. Παράλληλα γνώρισε και τη… … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek